ΧΡΥΣΩ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ

Η Χρύσω βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ευρυτανίας και στην περιοχή των Αγράφων. Απέχει από το Καρπενήσι, την πρωτεύουσα του νομού, περίπου 53 χιλιόμετρα. Το χωριό βρίσκεται στο υψόμετρο των 750 περίπου μέτρων, φωλιασμένο ανάμεσα στους βόρειοανατολικούς πρόποδες του ελατόφυτου Καυκιού και τον μεγαλοπρεπή βράχο Τούρλα.
Η κτηματική περιφέρεια της Χρύσως εκτείνεται σε 25 τετραγωνικά χιλιόμετρα από την οποία η καλλιεργήσιμη γη είναι μόνο 1,5 περίπου τετραγωνικό χιλιόμετρο και τα υπόλοιπα βοσκότοποι και δάση.
Όπως στην πλειοψηφία των ορεινών χωριών της Ελλάδας, συναντάμε κι εδώ τις χαρακτηριστικές αναβαθμίδες(πεζούλες), απαραίτητες για την πραγματοποίηση της παραδοσιακής ορεινής γεωργίας.
Η κυρίαρχη μορφή βλάστησης είναι η ελάτη. Παράλληλα, λόγω των πολλών πηγών που υδροδοτούν το χωριό, συναντούμε πολλά πλατάνια και πλούσια ποικιλία βλάστησης. Αυτές οι πηγές αποτελούν επιπλέον και την πηγή ενέργειας που κινεί το νερόμυλο του χωριού, αλλά παράλληλα τροφοδοτούν μέσω δύο ανοικτών υδραύλακων τους ποτιστικούς κήπους των κατοίκων και προσδίδουν στο χωριό ιδιαιτερότητα, καθότι το διασχίζουν κατά μήκος χαρίζοντάς του δροσιά και ζωντάνια.
Τα περισσότερα σπίτια του χωριού είναι πέτρινα ισόγεια, σκεπασμένα όχι πια με πέτρινες πλάκες, αλλά με κεραμίδια ή τσίγκους. Όλα διαθέτουν υπόγειο με ανεξάρτητη είσοδο και εμφανή την πρόσοψή τους τουλάχιστον, λόγω της επικλινότητας του εδάφους. Παλαιότερα το υπόγειο χρησίμευε ως στάβλος των κατοικίδιων ζώων, αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε κατοικήσιμο χώρο.
Διαθέτουν επίσης αύλειο χώρο με μικρούς κήπους και ένα πρόχειρο συνήθως ξύλινο κτίσμα (καλύβα) με χρήση ως αποθήκη ή και χώρου ανάμματος της «γάστρας» για το ψήσιμο πρωτίστως του ψωμιού και ακολούθως της πίτας, κρεατικών κ.ά.
Τα χωρίζουν άνετα σοκάκια, πολλές φορές πλακόστρωτα ή με καλντερίμια. Πολλά απ’ αυτά έχουν μετατραπεί σε αμαξιτούς δρόμους για τις σύγχρονες ανάγκες.

Ιστορικά στοιχεία

  • ΙΔΡΥΣΗ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ:

Η ίδρυση του χωριού δεν είναι ακόμα απόλυτα εξακριβωμένη χρονικά. Τα πρώτα σημάδια ύπαρξης του χωριού ανάγονται γύρω στον 8ομ.Χ. αιώνα. Αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε διάφορα κτίσματα γοτθικού ρυθμού, αλλά και σε κειμήλια ιερών ναών και τάφους εβραϊκού τύπου που έχουν βρεθεί.
Η παλαιότερη ονομασία του χωριού όπως προαναφέραμε ήταν «Χρύσου» και συνοδεύονταν απ’ το εμπρόθετο ουδέτερο άρθρο «στου», όπως συνηθιζόταν τότε (π.χ. «πάμε στου Χρύσου»). Τη σημερινή ονομασία το χωριό την απέκτησε το 1961, όταν το όνομα αλλάχθηκε από «Χρύσου» σε «Χρύσω».
Μια παράδοση λέει ότι κάποτε μόνασε στην πιο παλιά εκκλησία του χωριού, στους Άγιους Ταξιάρχες, μία γυναίκα πρακτική γιατρός που παρασκεύαζε ιάματα με θεραπευτικά βότανα, η επονομαζόμενη Χρύσω και ότι επειδή πάρα πολλοί την επισκέπτονταν για τις ιατρικές υπηρεσίες της, από τη φράση που συχνότατα ακούγονταν, «πάμε στη Χρύσω», το χωριό πήρε έτσι το όνομά του!
Διοικητικά το χωριό αποτελούσε χωριστή κοινότητα μέχρι το 1998, από το 1999 ως το 2010 ανήκε στον «καποδιστριακό» δήμο Βίνιανης και σήμερα υπάγεται ως τοπική κοινότητα στον διευρυμένο «καλλικρατικό» δήμο Αγράφων, με έδρα το Κερασοχώρι.

 

  • ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ:

Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται πως η Χρύσω συμμετείχε στα γεγονότα της εποχής ποικιλοτρόπως, αφού πολλές γραπτές αναφορές υπάρχουν για σημαίνοντα πρόσωπα που κατάγονταν απ’ το χωριό μας, αλλά και γεγονότα και σχετικές διηγήσεις μέσα απ’ την τοπική προφορική παράδοση που μαρτυρούν κάτι τέτοιο. Υπάρχουν επίσης κτίσματα, όπως πλήθος εκκλησιών που κτίστηκαν τότε και μάλιστα με υπέροχες τοιχογραφίες και άριστης τεχνικής και αγιογραφίας τέμπλα, τα δυο πέτρινα γεφύρια που έγιναν επί τουρκοκρατίας, επίσης μεγάλος αριθμός νερόμυλων, οικογενειακών πύργων(παλιόπυργος) κ.ά. Όλα αυτά μαρτυρούν σχετική ευημερία και ανάπτυξη .
Ένα πολύ σημαντικό μνημείο που κτίστηκε στο χωριό μας την προεπαναστατική περίοδο και που δυστυχώς δε διασώζεται, παρά μόνο ελάχιστα εναπομείναντα τμήματά του, ήταν ο ιστορικός τάφος του Βεληγκέκα, αρχηγού εκστρατευτικού σώματος του Πασά των Ιωαννίνων που περιπολούσε την ευρύτερη περιοχή του Βάλτου και των Αγράφων και είχε ως σκοπό την καταστολή των προεπαναστατικών κινημάτων.
Εκείνο τον καιρό είχε ως αποστολή τη διάλυση της κλέφτικης ομάδας του τοπικού ήρωα Κατσαντώνη, η οποία είχε αποκτήσει ιδιαίτερη δύναμη και φήμη και φυσικά αντιμάχονταν την κυριαρχία του Αλή Πασά στην περιοχή.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, πολλοί Έλληνες που δεν άντεχαν να ζήσουν κάτω από τον τουρκικό ζυγό, κατέφευγαν στα βουνά, για να ζήσουν ελεύθεροι. Τα βουνά των Αγράφων φιλοξένησαν πολλούς κλέφτες. Στις κορυφές τους είχαν τα λημέρια τους κι από εκεί πολεμούσαν τους Τούρκους.
Το 1807, ο Κατσαντώνης με τα παλικάρια του βρίσκονταν στην περιοχή της Χρύσως. Την ίδια περίοδο έφτασε στη Χρύσω ο Βεληγκέκας, πρωτοπαλίκαρο του Αλή-Πασά, έχοντας μαζί του 400 Αρβανίτες με σκοπό να εξοντώσει τον Κατσαντώνη και τους άνδρες του. Στρατοπέδευσε στη Χρύσω και φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός παπά (πιθανώς του παπά-Ζόπρα. Κατ’ άλλους φιλοξενήθηκε στο σπίτι κάποιου Καράνη). Το δημοτικό τραγούδι λέει:

«Ο Βεληγκέκας τρώει ψωμί, σ’ ενός παπά το σπίτι,
παπαδοπούλα τον κερνά, σε ασημένιο τάσι…»

Ο Κατσαντώνης που παρακολουθούσε τις κινήσεις του, του παράγγειλε με απεσταλμένο του να δώσουν την τελική μάχη στη θέση «Σπανορούλα» του υψώματος Προσηλιάκου. Ο Βεληγκέκας δέχτηκε και στη σκληρή μάχη που δόθηκε, ο ίδιος ο Κατσαντώνης σκότωσε τον Βεληγκέκα. Το ακριβές σημείο έχει από τότε την ονομασία «στου Βελή».
Οι επιζώντες Αρβανίτες μετέφεραν τους νεκρούς τους στα Γάβρενα και τους έθαψαν σε θέση που από τότε ονομάστηκε «μνήματα». Η σωρός όμως του αρχηγού τους Βεληγκέκα, μεταφέρθηκε στη Χρύσω που ήταν το κεντρικό χωριό της περιοχής, όπου έγινε ο ενταφιασμός του και κτίστηκε μεγαλοπρεπής τάφος, ο οποίος σώζονταν σε άριστη κατάσταση μέχρι το 1930. Η θέση του μνημείου ονομάζεται και σήμερα «Τουρκόμνημα».
Δυστυχώς από άγνοια της ιστορικής του αξίας και από ανάγκη επέκτασης τμήματος του χωραφιού κάποιου και από άλλες παρεμβάσεις, γκρεμίστηκε και πολλά απ’ τα δομικά του υλικά χρησιμοποιήθηκαν για κτίσιμο σπιτιών και του αρχικού εικονίσματος του αγίου Σεραφείμ στην είσοδο του χωριού.
Απ’ τα σημαντικά πρόσωπα της εποχής απ’ το χωριό μας ήταν ο Νίκος Θέος που χρημάτισε γραμματέας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, αλλά και αγωνιστές της επανάστασης, οι οποίοι αναγράφονται σε έγγραφα τοπικών αρχών με τις υπογραφές γνωστών οπλαρχηγών (Ράγκου, Φραγκίστα, Στάικου, Βελή κ.ά.) και μάλιστα έλαβαν αργυρά, χάλκινα και σιδηρά αριστεία για τη επάξια συμμμετοχή τους στους αγώνες αυτούς [περισσότεροι από ογδόντα (80) αγωνιστές].

 

  • ΓΕΡΜΑΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ:

Κατά τη διάρκεια της κατοχής η ευρεία περιοχή των Αγράφων αποτέλεσε κρησφύγετο των ανταρτών της εθνικής μας αντίστασης. Οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής που είχαν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της Ευρυτανίας, πραγματοποιούσαν επιδρομές κατά των Αγράφων και ολόκληρης της Ευρυτανίας, με σκοπό τη διάλυση του αντάρτικου στρατού. Πολλά χωριά κατά τις επιχειρήσεις αυτές υπέστησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις.

Στις 5 του Δεκέμβρη του 1942, ομάδα αντιστασιακών με αρχηγό το χωριανό μας Ερμή, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση κατά ιταλικής φάλαγγας που προσέγγιζε τα στενά «Σούιλα» στην είσοδο του χωριού. Νικητές της μάχης ήταν οι αντάρτες, αλλά οι Ιταλοί αφού ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους, την επόμενη μέρα επέστρεψαν ενισχυμένοι και εισέβαλαν στο χωριό, διανυκτέρευσαν, την άλλη μέρα έκαψαν μέρος των σπιτιών, περιόδευσαν στα γύρω χωριά και έκαναν το ίδιο σε κάποια απ’ αυτά και επιστρέφοντας ολοκλήρωσαν την καταστροφή καίγοντας το χωριό ολοσχερώς. Ανάμεσα στ’ άλλα έκαψαν τρεις εκκλησίες και το σχολείο. Τέτοιο ήταν το μένος τους.
Οι χωριανοί που ήταν κρυμμένοι στα γύρω βουνά πρόλαβαν κι έσβησαν δυο – τρία σπίτια μόνο και βρέθηκαν έτσι στην αρχή του χειμώνα χωρίς στέγη και χωρίς υπάρχοντα. Αναγκάστηκαν να σκορπίσουν σε καλύβες πλησίον του χωριού ή σε δικούς τους ανθρώπους μακρύτερα για να επιβιώσουν με τις οικογένειές τους.
Και εδώ ο λαϊκός ποιητής ρωτά κι απαντά:

«Χρύσω μου πού ‘ν τα πλούτη σου,
και πού ‘ν η ομορφιά σου;
Τα πλούτη μου είναι τα παιδιά
κι ομορφιά η δόξα…»

Ακόμη, στις 6 του Δεκέμβρη του 1942, λίγο έξω απ’ το χωριό και συγκεκριμένα στη θέση Λογγά, κοντά στο ποτάμι Γαβρενίτη, σε μια από τις εκκαθαριστικές επιδρομές τους, οι Ιταλοί συνέλαβαν κι εκτέλεσαν επί τόπου, αφού τους ανάγκασαν να σκάψουν πρώτα τους τάφους τους, επτά αγωνιστές πατριώτες. Εκεί ψηλότερα στη θέση Νιμάτια, στήθηκε μνημείο προς τιμή τους και κάθε χρόνο τιμάται η μνήμη τους με μια σεμνή τελετή από το δήμο μας.


Αργότερα με τον εμφύλιο, το τίμημα για τους Χρυσιώτες ήταν βαρύτερο, αφού χάθηκαν δεκάδες νέα παιδιά που πήραν μέρος με τη μια ή την άλλη μεριά κι αυτό ήταν ένας ακόμα λόγος για την παρακμή του χωριού.
Μετά το 1950 άρχισαν οι εργασίες ανοικοδόμησης του χωριού. Εκείνα όμως τα παλιότερα σπίτια που κάηκαν, ήταν πραγματικά αρχοντικά τα περισσότερα κι όμοιά τους δε χτίστηκαν άλλα. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1954) ξεκίνησε το χτίσιμο του ξενώνα, δωρεά του Αλέξανδρου Μέρου, Χρυσιώτη δημοσιογράφου, πολιτικού και εκδότη της εφημερίδας του Βόλου «ο Ταχυδρόμος», με σκοπό τη δωρεάν στέγαση των περαστικών.

 

  • ΧΡΥΣΩ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ:

Η Χρύσω ήταν ένα από τα χωριά της Ευρυτανίας με πολλούς κατοίκους και με αρκετές παραγωγικές δραστηριότητες κατά το παρελθόν. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς και το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η ελληνική επαρχία άρχισε να ερημώνει, εξαιτίας των πολιτικών διώξεων, αλλά και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε, με την εγκατάσταση όλων των βιομηχανικών μονάδων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι νέοι Χρυσιώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους αναζητώντας μία καλύτερη τύχη στα αστικά κέντρα και το χωριό παρήκμασε.
Μία ακόμα αιτία εγκατάλειψής του από τους κατοίκους του ήταν και ο σεισμός του Φεβρουαρίου του 1966, που επέφερε σοβαρές ζημιές στα περισσότερα σπίτια του χωριού και σε συνδυασμό με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, πολλοί κάτοικοι προτίμησαν να αναζητήσουν «παραπέρα» την ευκαιρία για καλύτερη ζωή, παρά να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και να μείνουν στο χωριό.
Έτσι λοιπόν οι Χρυσιώτες άρχισαν από πολύ νωρίς να μεταναστεύουν είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, οι πόλεις που προτίμησαν ήταν μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Λαμία, καθώς και μικρότερα κέντρα όπως το Καρπενήσι, το Αγρίνιο, η Καρδίτσα κ.ά.
Στο εξωτερικό, συναντάμε αρκετούς Χρυσιώτες στις ΗΠΑ και τον Καναδά και λιγότερους στη Γερμανία, την Αυστραλία κ.ά. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει ένα ή περισσότερα μέλη της μετανάστες. Οι συνθήκες ζωής και εργασίας στους νέους τόπους εγκατάστασης δεν ήταν οι καλύτερες. Η φτώχεια και οι πολλές ώρες εργασίας ήταν κυρίαρχα στη ζωή τους. Η μόνη παρηγοριά τους ήταν η επαφή και η αλληλοβοήθεια , που είχαν μεταξύ τους, εφόσον στο νέο τόπο εγκατάστασης δεν ήταν μόνοι τους. Υπήρξε και πρότερη γενιά μεταναστών χωριανών μας στις αρχές του 20ου αιώνα με προορισμό την Αμερική. Υπάρχουν καταστάσεις επιβίβασης σε πλοία που τους μετέφεραν και που αναφέρουν τα ονόματά τους. Λίγο νωρίτερα, υπήρξε μια κίνηση μεταναστών προς Κωνσταντινούπολη κι αυτό βεβαιώνεται από τις επώνυμες προσφορές τους με προέλευση την Πόλη, σε εκκλησίες του χωριού.

Η Χρύσω σήμερα

Στο τοπικό διαμέρισμα της Χρύσως καταγράφηκαν σύμφωνα με την απογραφή του 2011 περίπου 180 κάτοικοι, αλλά στο χωριό διαμένουν μόνιμα περίπου 30 κάτοικοι.
Το δημοτικό σχολείο εδώ και λίγα χρόνια έπαψε να λειτουργεί πια, λόγω έλλειψης μαθητών. Το κτίριο του δημοτικού σχολείου είναι σχετικά νεόκτιστο, πέτρινο και διαθέτει χώρο για τη διαμονή του δασκάλου. Σήμερα ο χώρος αυτός στεγάζει το γραφείο του τοπικού προέδρου, το πρώην γραφείο του δάσκαλου στεγάζει το ιατρείο-εξεταστήριο του χωριού και η αίθουσα διδασκαλίας προβλέπεται να διαμορφωθεί σε λαογραφικό μουσείο, με ενέργειες του πολιτιστικού συλλόγου, για τη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Όμως θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το παλιό σχολείο που ήταν κόσμημα για το χωριό μας. Ήταν έργο ηπειρωτών μαστόρων, χτισμένο με πελεκητή πέτρα, μεγαλοπρεπές και επιβλητικό. Στην μεγάλη αίθουσά του φιλοξενούσε ως και πάνω από 90 μαθητές. Έπαθε μικρές κι ασήμαντες βλάβες κατά το σεισμό του 1966 και δυστυχώς οι αρχές του χωριού, αντί να τις επιδιορθώσουν, αποφάσισαν να το γκρεμίσουν για να παραλάβουν ένα νέο λυόμενο, με την υπόσχεση της κατασκευής κάποιου άλλου αργότερα. Έτσι, ένα υπέροχο κτίσμα που κοσμούσε το χωριό μας και στέγαζε τις μνήμες τόσων μαθητών, χάθηκε για πάντα.
Οι παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων που εξακολουθούν στοιχειωδώς σήμερα να ασκούνται είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία και λιγότερο η μελισσοκομία. Η απουσία όμως νέων ανθρώπων που να μένουν στο χωριό, επιβεβαιώνει τη φθίνουσα πορεία κι αυτών των δραστηριοτήτων.
Τοπικά προϊόντα που διατίθενται είναι το μέλι, το τυρί φέτα και άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα καθώς κι άγρια αυτοφυή αρωματικά φυτά (ρίγανη, τσάι κ.α.).
Η πρόσβαση στο χωριό γίνεται με τον ασφαλτοστρωμένο από το 2009 πλέον δρόμο, που περνά από το χωριό Βίνιανη προς Δάφνη (περίπου 17 χμ) ή μέσω Κερασοχωρίου (21 περίπου χμ).

  • ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ:

Η τουριστική υποδομή είναι περιορισμένη. Ο μοναδικός ξενώνας διαθέτει 13 κλίνες σε 6 δωμάτια. Όμως η παραδοσιακά φιλόξενη διάθεση των κατοίκων, η υπέροχη φυσική ομορφιά του χρυσιώτικου τοπίου, σε συνδυασμό με την ιστορία του και τα αξιοθαύμαστα μνημεία μας καθώς και η προμήθεια αγνών τοπικών προϊόντων, αποτελούν επαρκείς λόγους για να επισκεφθεί και να γνωρίσει κανείς τη Χρύσω από κοντά.
Το καλοκαίρι το χωριό δέχεται πολλούς επισκέπτες, ιδιαίτερα το μήνα Αύγουστο που είναι ο μήνας των διακοπών, αλλά και λόγω του πανηγυριού στη γιορτή της Παναγίας (15 του μήνα). Οι περισσότεροι επισκέπτες είναι στην καταγωγή τους Χρυσιώτες που με την οικογένειά τους και τους φίλους τους δίνουν το παρόν στη γενέτειρά τους.
Το παραδοσιακό πανηγύρι του χωριού μας είναι πρωτίστως ημερήσιο, όπως παλιά, αλλά ξεκινά το βράδυ της παραμονής και συνεχίζεται και την επόμενη βραδιά. Είναι απ’ τα ελάχιστα ημερήσια πανηγύρια που συγκεντρώνουν πολύ κόσμο και απ’ όλα τα γύρω χωριά, με εκλεκτή δημοτική ορχήστρα, φαγητό και πολύ καλή εξυπηρέτηση κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο των πλατανιών της πλατείας.
Τις μέρες του Αυγούστου επίσης, παρουσιάζονται οι εκδηλώσεις του πολιτιστικού συλλόγου κι έτσι ο μήνας αυτός είναι πραγματικά ξεχωριστός για τους Xρυσιώτες.

  • ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ:

Στη Χρύσω, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει το όμορφο και παρθένο φυσικό περιβάλλον, να περπατήσει σε μονοπάτια μέσα σε ελατόφυτα δάση και ανάμεσα σε πανύψηλα σκιερά πλατάνια στις όχθες των δύο ποταμών που την περιβάλλουν, του Χρυσιώτη και του Γαβρενίτη.
Στην είσοδο του χωριού, στα «Σούιλα», στο φαράγγι του Χρυσιώτη ποταμού, φωλιασμένο στην αγκαλιά των θεόρατων βράχων που στέκονται από πάνω του σα σκέπη, εμφανίζεται ξαφνικά στα μάτια του επισκέπτη το πανέμορφο εκκλησάκι του πολιούχου του χωριού μας, Αγίου Σεραφείμ.
Αν σταθεί στο πλάτωμα του δρόμου, κάτω απ’ το εκκλησάκι του Αγίου Σεραφείμ και στρέψει το βλέμμα του προς το ποτάμι που κυλάει αποκάτω, με έκπληξη θα δει το ένα απ’ τα δυο παλιά πέτρινα τοξωτά γεφύρια που αιώνες τώρα (από το 15ο αι. περίπου) ενώνουν τις δύσβατες πλαγιές των χρυσιώτικων βουνών. Είναι το πάνω γεφύρι που μέσω της κόκκινης στράτας οδηγεί με συντομία στο χωριό. Χωρίς δισταγμό θα περπατήσει στη ράχη του και θα θαυμάσει την τεχνική του, αλλά και τη βρύση που στέκει δίπλα του με ειδικά φτιαγμένη την κούπα της για να πίνουν τα διαβατάρικα χοντρικά ζώα.
Το άλλο γεφύρι, το κάτω γεφύρι, ανώτερης τεχνικής, που οδηγεί στο συνοικισμό Μέγα Χωράφι, στέκεται πιο πριν, στην αρχή του φαραγγιού, όμως δεν είναι πλέον ορατό απ’ το δρόμο κι ούτε έχει εύκολη πρόσβαση ύστερα απ’ τις πρόσφατες αλλαγές στη διαμόρφωση των δρόμων. Υποδέχεται μόνο τους τολμηρούς επισκέπτες που αναζητούν τις κρυμμένες ομορφιές που μας κληρονόμησαν οι πρόγονοί μας.
Φτάνοντας στο χωριό και χωρίς να απομακρυνθεί ιδιαίτερα απ’ το κέντρο του, θα επισκεφθεί και θα θαυμάσει τις επτά παλιές πετρόχτιστες «Βρύσες», θα εντυπωσιαστεί από τις μεταγενέστερες «Σκεπαστές Βρύσες» του 1900, θα κατέβει λίγα μέτρα πιο κάτω για να δει τον παλιό νερόμυλο με το γεμάτο νερό μυλαύλακο και την κωνική πέτρινη κάλανη και θα ταξιδέψει με τη φαντασία του σε άλλες εποχές που συνέρρεαν πλήθος τα γεννήματα για άλεσμα και θα ακούσει αχνά την οικεία φωνή του μυλωνά και λογής ατέλειωτες συζητήσεις όσων περιμένουν το άλεσμα και που καμιά φορά διακόπτονται από την ανυπόμονη διαμαρτυρία κάποιου ξεχασμένου γάιδαρου δεμένου στο κλωνάρι του πλάτανου.
Λίγα μέτρα παραπέρα θα πλημμυρίσουν τα αυτιά του με τους ήχους του νερού που ρέει στους καταρράκτες κάτω απ’ τις «Βρύσες», σε αντίθεση με το γλυκό καλοκαιρινό κελάρυσμα του ποταμού Χρυσιώτη εκεί παραδίπλα, που ακολουθεί την αέναη ροή του για να συναντήσει παρακάτω τον Γαβρενίτη.
Θ α προσευχηθεί και θα νιώσει την αμεσότητα της επικοινωνίας με το θείο σε μία από τις πολλές εκκλησίες, που υπάρχουν στο χωριό. Η κεντρική, είναι η εκκλησία της Παναγίας στο λόφο Πυργάκι, με το θαυμάσιο χρυσοποίκιλτο, λεπτοδουλεμένο, δαντελένιο ξύλινο τέμπλο της, έργο του 1732. Σπουδαίας τεχνικής είναι και οι εικόνες που το κοσμούν. Ο ίδιος τεχνίτης έφτιαξε ολόιδια και τα τέμπλα των εκκλησιών στην Παναγία την Προυσιώτισσα και στο Σωτήρα της Ανατολικής Φραγκίστας, αλλά αυτό της Παναγίας στη Χρύσω είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και διατηρείται σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ τ’ άλλα.
Υπάρχουν επίσης πολλές ακόμη εκκλησίες όπως η εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών, η ιστορική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με τη μυστική υπόγεια στοά και τις σπάνιες τοιχογραφίες του 1612, που όμως κατέστρεψαν οι φασίστες Ιταλοί επιδρομείς το Δεκέμβρη του 1942, όταν πυρπόλησαν το χωριό και ξαναφτιάχτηκε μετέπειτα. Είναι έργο του χωριανού μας Μανώλη Χρυσιώτη, που έχτισε και το περίφημο μονότοξο γεφύρι διαμέτρου 30 μέτρων στον Αγραφιώτη το 1659, «το γεφύρι του Μανώλη».
Άλλες εκκλησίες είναι ο Άγιος Δημήτριος, ο Αϊ Νικόλας, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Αθανάσιος (μπαρουταποθήκη του αγώνα στα χρόνια της κατοχής), ο Προφήτης Ηλίας, οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Κων/νος στη Γούρδεση και μερικά εικονίσματα-ξωκλήσια, αλλά και κάποια εντελώς ερειπωμένα μοναστήρια.
Ευχαριστημένος και λίγο αποσταμένος απ’ την πολύ ενδιαφέρουσα περιήγηση στα αξιοθέατα του χωριού μας, ο επισκέπτης θα καθίσει σ’ ένα απ’ τα δυο καφενεία της πλατείας κάτω από τον παχύ ίσκιο των πλατάνων και θ’ αναπαυτεί πίνοντας καφεδάκι, τσιπουράκι ή ότι άλλο επιθυμεί και θα ακούσει παλιές ιστορίες για το χωριό ή θα απολαύσει την ηρεμία και την ομορφιά του χρυσιώτικου τοπίου.
Οι εντυπώσεις του από τη Χρύσω όταν ολοκληρώσει την επίσκεψή του, θα μπουν στη θέση των ευχάριστων αναμνήσεων στο νου του και πάντα θα ‘χει έναν καλό λόγο για το χωριό μας.